räikeä kreikkaksi

räikeä

  1. χτυπητός, φανταχτερός, κακόγουστος

räikeä, huutava, ilmiselvä

  1. ηχηρός, δυνατός

silmiinpistävä, räikeä

  1. φανταχτερός, χτυπητός, κραυγαλέος