räikeä muilla kielillä
räikeä kreikkaksi
räikeä
χτυπητός, φανταχτερός, κακόγουστος
räikeä, huutava, ilmiselvä
ηχηρός, δυνατός
silmiinpistävä, räikeä
φανταχτερός, χτυπητός, κραυγαλέος
χτυπητός, φανταχτερός, κακόγουστος
ηχηρός, δυνατός
φανταχτερός, χτυπητός, κραυγαλέος