puhekielinen muilla kielillä
puhekielinen kreikkaksi
arkikielinen, puhekielinen
κοινολεκτικός, δημώδης sc=Grek, καθομιλούμενος sc=Grek
κοινολεκτικός, δημώδης sc=Grek, καθομιλούμενος sc=Grek
κοινολεκτικός, δημώδης sc=Grek, καθομιλούμενος sc=Grek
κοινολεκτικός, δημώδης sc=Grek, καθομιλούμενος sc=Grek