posti kreikkaksi

posti-

  1. ταχυδρομείο

posti, postitoimisto

  1. ταχυδρομείο

posti

  1. ταχυδρομικός κώδικας, ΤΚ sc=Grek

postinumero

  1. ταχυδρομείο

posti

  1. ταχυδρομείο

  2. αλληλογραφία, ταχυδρομείο

  3. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο

sähköposti

  1. ταχυδρομώ

postittaa

  1. θώρακας, πανοπλία

posti

  1. ταχυδρομείο

  2. αλληλογραφία, ταχυδρομείο

  3. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο

sähköposti

  1. ταχυδρομώ

postittaa

  1. θώρακας, πανοπλία