perin muilla kielillä
perin kreikkaksi
erittäin, ylen, perin, tavattoman, varsin
σφόδρα, υπερβολικά, υπέρμετρα
perin pohjin, radikaalisti, täysin
πρώτα πρώτα, κατά κύριο λόγο, καταρχήν
alkujaan, alun perin; aluksi
συνουσία, έρωτας, σεξ
σφόδρα, υπερβολικά, υπέρμετρα
πρώτα πρώτα, κατά κύριο λόγο, καταρχήν
συνουσία, έρωτας, σεξ