pakata kreikkaksi

pakata

  1. φορτίο, βάρος

pakata, panna talteen

  1. φόρτωμα, φορτίο

pakata tiedosto

  1. φορτώνω

lastata, kuormata, pakata

  1. πακέτο

  2. πακετάρισμα

  3. πακετάρω

  4. γεμίζω, παραγεμίζω

  5. παρατρώω, φουσκώνω

pakata

  1. περίπτωση sc=Grek, περίσταση sc=Grek

  2. βιτρίνα, προθήκη

  3. κιβώτιο

  4. πλαίσιο, περίβλημα, κάσα

  5. πλαίσιο

  6. κιβώτιο, κουτί, κασόνι