pääs kreikkaksi

pääsy

  1. πρόσβαση, προσπέλαση

pääsy, lähestyminen

  1. πρόσβαση, προσπέλαση

pääsy

  1. ελευθεροκοινωνία

päästä

  1. πρόσβαση, προσπέλαση

päästä käsiksi

  1. ελευθεροκοινωνία

pääsy

  1. παροξυσμός, ξέσπασμα, έκρηξη

pääsy, lähestyminen

  1. παροξυσμός, ξέσπασμα, έκρηξη

pääsy

  1. πρόσβαση, προσπέλαση