ohjelmoida kreikkaksi

ohjelmoida

  1. προγραμματίζω

  2. προγραμματίζω

  3. πρόγραμμα

  4. πρόγραμμα

  5. κώδικας

  6. κώδικας

ohjelmoida, koodata

  1. κώδικας, κρυπτογράφημα sc=Grek

  2. κωδικός sc=Grek

  3. κώδικας