monikko kreikkaksi

monikko

  1. πληθυντικός

  2. πληθυντικός

  3. πληθυντικός

monikollinen, monikko-

  1. πληθυντικός

monikko

  1. πληθυντικός

monikollinen, monikko-

  1. πληθυντικός