mennyt kreikkaksi

mennyt, menneisyys

  1. αλλοτινός, περασμένος

mennyt

  1. κάποτε

entinen, mennyt

  1. πέρυσι

mennyt, historia

  1. αόριστος

jälkikäteistarkastelu, katsaus mennyt menneeseen

  1. περασμένος, παρελθών, πρότερος, πρωτύτερος, τα περασμένα-p

mennyt vuosi

  1. παρελθοντικός

mennyt

  1. παρελθόν

  2. περασμένος, παρελθών, πρότερος, πρωτύτερος, τα περασμένα-p

  3. ιστορία

  4. ιστορικό