massa kreikkaksi

kriittinen massa

  1. κρίσιμη μάζα

  2. κρίσιμη μάζα

lepomassa

  1. πολτός

atomimassa

  1. πολφός

massa

  1. μάζα

paperimassa

  1. μάζα

jauhaa massa massaksi

  1. μάζα

jauhautua massa massaksi

  1. μάζα

massat p, kansa

  1. προζύμι, μεταλευτής

määrä, massa

  1. παράδες-p, φράγκα-p

massa

  1. μέσα μαζικής ενημέρωσης-p, initialism ΜΜΕ-p

  2. βάρος

  3. βάρος

  4. ζύγι, σταθμά-p, σταθμίον

  5. μάζα

  6. κρεατοελιά

  7. αμόνι

  8. στριμώχνω

  9. σμήνος

  10. στίφος, εσμός, people όχλος

massa, paino

  1. κύριος, αφέντης

massa

  1. κύριος

  2. αφεντικό

massa massat

  1. αρχιτεχνίτης, olloquial μάστορας

kerätä, kasata, tehdä massa

  1. κύριος