löytää muilla kielillä
löytää kreikkaksi
löytää itsensä
ευκαιρία, πιθανότητα
löytää itselleen
τύχη, σύμπτωση, περίσταση, συγκυρία
törmätä, löytää sattumalta
πιθανότητα, ενδεχόμενο
ευκαιρία, πιθανότητα
τύχη, σύμπτωση, περίσταση, συγκυρία
πιθανότητα, ενδεχόμενο