kulunut kreikkaksi

kulunut, kliseinen

  1. τετριμμένος, κοινότοπος

kulunut

  1. ξεφτισμένος, φθαρμένος

nuhruinen, nukkakvieru, kulunut

  1. τετριμμένος, κοινότοπος

kulunut

  1. βολή, πυροβολισμός

  2. βολή