kulkue kreikkaksi

kulkue

  1. πομπή, λιτανεία religion, περιφορά εικόνας ή Επιταφίου, ακολουθία

  2. κροκόδειλος

kavalkadi, kulkue

  1. αμαξοστοιχία, τραίνο sc=Grek, τρένο sc=Grek

jono line; kulkue procession

  1. ειρμός ειρμός (σκέψεων), ακολουθία sc=Grek, αλληλουχία sc=Grek

kulkue, jono

  1. προπονούμαι sport, εξασκούμαι, εξασκώ, ασκούμαι, ασκώ