korvata kreikkaksi

korvata

  1. υποκαθιστώ, αντικαθιστώ, αναπληρώνω

  2. αλλάζω

  3. αναπληρωματικός

  4. εφοδιάζω

  5. προσφορά

  6. ρυθμίζω

  7. προσαρμόζω

  8. διευθετώ

vaihtaa, panna vaihtoon, korvata

  1. ξόρκι

korvata; toimia sijaisena, sijaistaa gloss for somebody, temporarily

  1. γράφω ορθογραφημένα

hyvittää, korvata

  1. περίοδος

korvata

  1. διπλός

  2. διπλάσιος