kohtaus kreikkaksi

iso kohtaus

  1. παροξυσμός

kohtaus

  1. παροξυσμός

  2. σπασμός, σύσπαση

pieni kohtaus

  1. σπασμός, κρίση

kohtaus

  1. σύσπαση, σπασμός

  2. σπασμός, κρίση

kipukohtaus

  1. πρόσβαση, προσπέλαση

puuska, kohtaus

  1. πρόσβαση, προσπέλαση

kohtaus

  1. παροξυσμός, ξέσπασμα, έκρηξη

  2. πρόσβαση, προσπέλαση

  3. ελευθεροκοινωνία

  4. παροξυσμός

  5. ξέσπασμα

  6. κώδικας

kohtaus, sairaskohtaus

  1. κώδικας, κρυπτογράφημα sc=Grek

kohtaus, puuska

  1. προγραμματίζω sc=Grek

kohtaus

  1. κώδικας

  2. κώδικας, κρυπτογράφημα sc=Grek

saada kohtaus

  1. προγραμματίζω sc=Grek

  2. γίνομαι, απογίνομαι (for characteristics), κλείνω (for age)

  3. σειρά