keskeyttää kreikkaksi

keskeyttää

  1. διακοπή (diakopí)

  2. απόκρημνος sc=Grek, απότομος sc=Grek

  3. διαφεύγω, γλιτώνω

  4. ξεφεύγω, γλιτώνω

  5. απόδραση