käynti kreikkaksi

käynti, astunta

  1. επισκέπτομαι

käynti, vierailu

  1. τηλεφώνημα

käynti

  1. επίσκεψη

käynti, vierailu

  1. κάλεσμα, πρόσκληση

  2. καλώ sc=Grek

  3. καλώ, τηλεφωνώ

  4. καλώ sc=Grek

  5. τηλεφώνημα