huvi kreikkaksi

ajanvietteellinen, huvi-, viihde-, virkistys-

  1. ψυχαγωγικός sc=Grek, αναψυχής sc=Grek

ajanviete, viihdyke, huvi

  1. διασκέδαση, αναψυχή

huvi, huvitus, huvittuneisuus, hilpeys

  1. διασκέδαση, ψυχαγωγία, αναψυχή

huvi

  1. ευχαρίστηση, απόλαυση, τέρψη, ηδονή