himo kreikkaksi

ahneus, rahanhimo

  1. λαγνεία

ahneus, himo

  1. επιθυμία

riippuvuus, himo, addiktio

  1. ποθώ

himo

  1. προαγωγός, μαστροπός, σωματέμπορος, νταβατζής

himoita

  1. δίψα

  2. δίψα

jano, himo

  1. έγχορδα