heikko muilla kielillä
heikko kreikkaksi
heikko, heikko kohta
ασθενής πυρηνική αλληλεπίδραση sc=Grek
heikko vuorovaikutus
χωλός, κουτσός
voimaton, veltto, heikko
χωλός, κουτσός
heikko, hatara
αστήρικτος, αστείος
ασθενής πυρηνική αλληλεπίδραση sc=Grek
χωλός, κουτσός
χωλός, κουτσός
αστήρικτος, αστείος