harhautus kreikkaksi

harhautus

  1. τέχνασμα, υπεκφυγή

  2. καπνιστή ρέγγα

harhautus, ansa

  1. παραπλάνηση, αντιπερισπασμός

harhautus

  1. απάτη

harhautus, hämäys

  1. διασκέδαση, αναψυχή