haltija muilla kielillä
haltija kreikkaksi
haltija
κάτοχος sc=Grek, ένοικος sc=Grek tenant
viranhaltija, toimenhaltija, haltija
πνεύμα, δαιμονικό
haltija
ενοικιαστής, μισθωτής
keiju, haltija
νομέας, επικαρπωτής
κάτοχος sc=Grek, ένοικος sc=Grek tenant
πνεύμα, δαιμονικό
ενοικιαστής, μισθωτής
νομέας, επικαρπωτής