häilyväinen muilla kielillä
häilyväinen kreikkaksi
häilyväinen
ευμετάβλητος, επιπόλαιος, άστατος
häilyväinen, lyhytkestoinen
προσωρινός, εφήμερος
häilyväinen
ευμετάβλητος, επιπόλαιος, άστατος
häilyväinen, lyhytkestoinen
προσωρινός, εφήμερος
ευμετάβλητος, επιπόλαιος, άστατος
προσωρινός, εφήμερος
ευμετάβλητος, επιπόλαιος, άστατος
προσωρινός, εφήμερος