esine kreikkaksi

vieras esine

  1. τέχνημα, τεχνούργημα

esine, artefakti, teennös

  1. τέχνημα

esine, artefakti

  1. τέχνημα

esine

  1. ερωτοδουλειά, ερωτική σχέση

myyjäiset myyjäisesine esineet p

  1. πλάσμα

esine

  1. αποτυχία

esine, tavara

  1. αντικειμενικός

esine

  1. αντικείμενο

koriste, koriste-esine, ornamentti

  1. διαφωνώ, αντιτίθεμαι, ενίσταμαι, αντιτείνω

asia, esine

  1. έλασμα

esine

  1. ασημένιο σερβίτσιο

  2. λιθογράφημα, κλισέ