esimerkiksi kreikkaksi

esimerkiksi

  1. παραδείγματος χάριν, φερ' ειπείν, για παράδειγμα, λόγου χάρη

esimerkiksi esim.

  1. π.χ., παραδείγματος χάριν

  2. π.χ., παραδείγματος χάριν