eristää kreikkaksi

eristää

  1. έρημος

  2. απομόνωση, καραντίνα

  3. λοιμοκαθαρτήριο

  4. απομόνωση

  5. εκχύλισμα sc=Grek, απόσταγμα sc=Grek

eristää, syrjäyttää

  1. κλέβω sc=Grek, υπεξαιρώ sc=Grek