aste kreikkaksi

pyörähdys, aste 360 astetta

  1. βιοτικό επίπεδο

askel kerrallaan, vähitellen, asteittain, askelittain

  1. καθυστερημένος, αργόστροφος

aste

  1. βαθμός

  2. βαθμός

  3. πτυχίο, δίπλωμα

  4. μεσημβρινός

aste, kertaluku

  1. απώγειο, μεσουράνημα

aste

  1. προνύμφη

  2. προνύμφη

  3. σειρά, τάξι

  4. παραγγελία

aste, kertaluku

  1. τάγμα

peruskoulu, ala-aste

  1. κανονίζω, καθορίζω

korkein aste

  1. παραγγελία

aste, luokka

  1. ταγγός