asianajaja kreikkaksi

asianajaja

  1. συνηγόρος

  2. δικηγόρος-f

  3. πληρεξούσιος

  4. πληρεξούσιος

asianajaja, puolestapuhuja

  1. υπερασπιστής, υπέρμαχος, υποστηρικτής