χειρίζομαι kreikasta suomeksi

πιλοτάρω (pilotáro) (1), διευθύνω (ðiefthíno) rare, κυβερνώ, χειρίζομαι (çirízome) (1, 2), πλοηγώ

  1. koe-, pilotti-

πλοηγώ (ploigó) (2), διευθύνω (ðiefthíno) rare, κυβερνώ, χειρίζομαι (çirízome) (1, 2)

  1. merkki-

φέρομαι, συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι, αντιμετωπίζω, χειρίζομαι

  1. neuvotella