τελευταίος kreikasta suomeksi

τελευταίος, τελικός, ύστατος

  1. viimeinen

τελευταίος, πρόσφατος

  1. viime

τελευταίος, τελικός, ύστατος

  1. viimeinen

τελευταίος, πρόσφατος

  1. viime

τελευταίος, τελικός, ύστατος

  1. viimeinen

τελευταίος, πρόσφατος

  1. viime

τελευταίος

  1. edesmennyt; vainaa -vainaa, vainaja -vainaja