σύντμηση kreikasta suomeksi

συντομογραφία, βραχυγραφία, σύντμηση, συντόμευση

  1. lyhenne

σύντμηση

  1. lyhentäminen, lyhennös, lyhennelmä, lyhennys

συντομογραφία, βραχυγραφία, σύντμηση, συντόμευση

  1. lyhennysmerkki

σύντμηση

  1. lyhenne

συντομογραφία, βραχυγραφία, σύντμηση, συντόμευση

  1. lyhentäminen, lyhennös, lyhennelmä, lyhennys

σύντμηση

  1. lyhennysmerkki