συντριβή kreikasta suomeksi

καταστροφή, συντριβή

  1. tuhoaminen

πόνος, θλίψη, οδύνη, συντριβή

  1. suru, murhe

αγωνία sc=Grek, συντριβή sc=Grek, συμφορά sc=Grek, απελπισία

  1. hätä