στοιχείο kreikasta suomeksi
adjective αυθαίρετος, δεσποτικός, αυταρχικός, παρορμητικός, αυθόρμητος, oun αυθαίρετος αριθμός, τυπογραφικό στοιχείο εκτός "οικογένειας", παράταιρο και ανομοιογενές στοιχείο
mielivaltainen, umpimähkäinen, omavaltainen
ουσία, στοιχείο
στοιχείο
alkuaine, klassinen alkuaine, elementti
luonnonvoimat p