σταθμός kreikasta suomeksi

πυρηνικός σταθμός ενέργειας

  1. ydinvoimala

ηλεκτροπαραγωγικός σταθμός

  1. voimalaitos

σταθμός εργασίας

  1. työasema

τερματικός σταθμός

  1. terminaali

σταθμός, σιδηροδρομικός σταθμός

  1. pääteasema