προπονούμαι kreikasta suomeksi

sports προπονούμαι, μελετώ, κάνω εξάσκηση

  1. harjoitella

προπονούμαι sport, εξασκούμαι, εξασκώ, ασκούμαι, ασκώ

  1. pulssijono

γυμνάζομαι, προπονούμαι sc=Grek

  1. laahus