πνευματικός kreikasta suomeksi

πνευματικός, άυλος

  1. aavemainen

δικαίωμα δικαιώματα δημιουργός δημιουργού-p, πνευματικός πνευματικά δικαίωμα δικαιώματα-p

  1. pneumaattinen

πνευματικός

  1. pneumaattinen

διανοητικός, πνευματικός, νοητικός

  1. hengellinen