πλιάτσικο kreikasta suomeksi

λεηλασία sc=Grek, πλιάτσικο sc=Grek, κούρσεμα sc=Grek, διαγούμισμα sc=Grek

  1. ryöstäminen

πλιάτσικο, λεηλασία, λαφυραγώγηση, κούρσεμα, διαγούμισμα

  1. ryöstää