παρορμητικός kreikasta suomeksi

παρορμητικός, αυθόρμητος

  1. impulsiivinen

adjective αυθαίρετος, δεσποτικός, αυταρχικός, παρορμητικός, αυθόρμητος, oun αυθαίρετος αριθμός, τυπογραφικό στοιχείο εκτός "οικογένειας", παράταιρο και ανομοιογενές στοιχείο

  1. yllättävä, äkillinen