μπάνιο kreikasta suomeksi
μπάνιο, μπανιέρα, λουτήρας
λουτρό, μπάνιο, βαλανείον
λουτρό, λούσιμο, μπάνιο, μπανιάρισμα
λουτρό sc=Grek, μπάνιο sc=Grek
kylpyhuone, kylppäri
τουαλέτα, μπάνιο, λουτρό, καμπινές, αποχωρητήριο, απόπατος, αφοδευτήριο
läävä, sikolätti