μηχανισμός kreikasta suomeksi

μηχανισμός

  1. mekanismi

μηχανισμός sc=Grek

  1. koneisto

μηχανή, μηχανισμός, μηχάνημα

  1. koneisto

μηχανισμός

  1. hälytysajoneuvo

μηχανή, μηχανισμός, μηχάνημα

  1. automobiili

μηχανισμός

  1. kone

μηχανή, μηχανισμός, μηχάνημα

  1. koneisto

μηχανισμός

  1. automobiili