μέρος kreikasta suomeksi
μοιράζομαι sc=Grek, συνεργώ σε sc=Grek, παίρνω μέρος sc=Grek, παίρνω μερίδιο sc=Grek
sanaluokka
osallistua, ottaa osaa
μέρος πολιτικού προγράμματος
osallistua, olla mukana
μέρος
periaate
latoa
liike
τόπος, θέση, περιοχή, τοποθεσία, μέρος, σημείο, χώρος
osa
liike