λουτρό kreikasta suomeksi

λουτρό, μπάνιο, βαλανείον

  1. kylpyhuone

λουτρό, λούσιμο, μπάνιο, μπανιάρισμα

  1. kylpy

λουτρό sc=Grek, μπάνιο sc=Grek

  1. kylpyhuone, kylppäri

τουαλέτα, μπάνιο, λουτρό, καμπινές, αποχωρητήριο, απόπατος, αφοδευτήριο

  1. pukeutumishuone

  2. läävä, sikolätti