λογαριασμός kreikasta suomeksi

τραπεζικός λογαριασμός sc=Grek

  1. pankkitili

  2. pankkitili

λογαριασμός

  1. tiliote

  2. laskea

τιμολόγιο, λογαριασμός

  1. hilparimies

λογαριασμός

  1. luettelo

τιμολόγιο, λογαριασμός

  1. kanne