λειτουργώ kreikasta suomeksi

λειτουργώ ως

  1. toiminta

λειτουργώ, εργάζομαι

  1. käyttäytyminen

λειτουργώ ως

  1. funktio

λειτουργώ, εργάζομαι

  1. funktio

λειτουργώ ως

  1. tilaisuus, tapahtuma

λειτουργώ, εργάζομαι

  1. funktio