καθυστερημένος kreikasta suomeksi

καθυστερημένος

  1. lievästi kehitysvammainen

καθυστερημένος, βλαμμένος

  1. viive, hidaste

καθυστερημένος, αργόστροφος

  1. hidastaa, viivyttää, jarruttaa

καθυστερημένος

  1. hidas

καθυστερημένος, αργόστροφος

  1. hidas

καθυστερημένος

  1. hidastua