θεραπεία kreikasta suomeksi
θεραπεία
hoito, terapia,
θεραπεία (therapeia)
hoito, hoitava vaikutus
αγωγή sc=Grek, θεραπεία sc=Grek, θεραπευτικός θεραπευτική αγωγή sc=Grek
hoito, kuuri
υποβάλλω σε αγωγή, υποβάλλω σε θεραπεία, θεράπων ιατρός treating doctor
θεραπεία
parannus, hoito, lääke