θέτω σε κίνδυνος κίνδυνο kreikasta suomeksi

διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω, διακυβεύω, θέτω σε κίνδυνος κίνδυνο

  1. vaarantaa, riskeerata

  2. riski