εκπληκτικός kreikasta suomeksi

εκπληκτικός sc=Grek

  1. yllättävä

θαυμάσιος, εκπληκτικός, υπέροχος, έξοχος, καταπληκτικός

  1. hieno, mainio, loistava, ihana

καταπληκτικός sc=Grek, αξιοθαύμαστος sc=Grek, απίστευτος sc=Grek, εκπληκτικός sc=Grek

  1. hämmästyttävä

  2. hämmästyttävä