διαλέγομαι kreikasta suomeksi

συνομιλώ, διαλέγομαι

  1. diskurssi, keskustelu, ajatustenvaihto

διαλέγομαι

  1. järkeily

συνομιλώ, διαλέγομαι

  1. ilmaus

διαλέγομαι

  1. tutkielma