δεσποτικός kreikasta suomeksi

δεσποτικός

  1. yksinvaltainen, autokraattinen

adjective αυθαίρετος, δεσποτικός, αυταρχικός, παρορμητικός, αυθόρμητος, oun αυθαίρετος αριθμός, τυπογραφικό στοιχείο εκτός "οικογένειας", παράταιρο και ανομοιογενές στοιχείο

  1. itsevaltainen, despoottinen