δεσποτικός kreikasta suomeksi
δεσποτικός
yksinvaltainen, autokraattinen
adjective αυθαίρετος, δεσποτικός, αυταρχικός, παρορμητικός, αυθόρμητος, oun αυθαίρετος αριθμός, τυπογραφικό στοιχείο εκτός "οικογένειας", παράταιρο και ανομοιογενές στοιχείο
itsevaltainen, despoottinen